Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοντοπόδης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κοντοπόδης, επίθ.
  • Που έχει κοντά πόδια:
    • Ο πετρίτης οφείλει είναι κοντοπόδης (Ορνεοσ. 57723).

[<επίθ. κοντός + ουσ. πόδι. Η λ. στο Meursius]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go