Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοντέρ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοντέρ το [kontér] Ο (άκλ.) : 1. ειδικό όργανο προσαρμοσμένο στο ταμπλό του αυτοκινήτου, το οποίο δείχνει την ταχύτητα ανά ώρα με την οποία κινείται το αυτοκίνητο: Πόσο δείχνει το ~; Tο ~ είχε κολλήσει στα 150 χιλιόμετρα. 2. το ταξίμετρο.

[λόγ. < γαλλ. compteur]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go