Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντέντο το.
-
- Ευχαρίστηση, επιθυμία:
- να κάμω το κοντέντο τση καρδιάς μου (Βοσκοπ. 412).
[<ιταλ. contento]
- Ευχαρίστηση, επιθυμία:
[Λεξικό Κριαρά]
- κοντέντος, επίθ.· κουντέντος· κουτέντος.
-
- Ικανοποιημένος, ευχαριστημένος· σύμφωνος:
- εστάθην κουντέντος απού τους εξόδους απού ’πολομούσασιν (Μαχ. 63829).
[<ιταλ. contento]
- Ικανοποιημένος, ευχαριστημένος· σύμφωνος:



