Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κονσόρτσιουμ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κονσόρτσιουμ το [konsórtsium] Ο (άκλ.) : οικονομική ένωση μεγάλων επιχειρήσεων ιδίως χρηματιστικών: ~ τραπεζών.

[λόγ. < αγγλ. consortium < λατ. consortium κατά τη μσνλατ. προφ. της λ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go