Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κονδυλάτος
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κονδυλάτος, επίθ.· κοντυλάτος.
  • Ζωγραφισμένος με το κοντύλι, καλοσχηματισμένος:
    • η μύτ’ η κοντυλάτη (Πένθ. θαν. 65).

[<ουσ. κονδύλιν + κατάλ. άτος. Ο τ. στο Meursius (ντι‑)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go