Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κομψοτέχνημα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομψοτέχνημα το [kompsotéxnima] Ο49 : χαρακτηρισμός διακοσμητικού αλλά και χρηστικού αντικειμένου, μικρών συνήθ. διαστάσεων, που είναι δουλεμένο με ιδιαίτερη τέχνη. || (επέκτ.): Ο ναός της Aπτέρου Nίκης είναι ένα ~.

[λόγ. κομψ(ός) -ο- + -τέχνημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go