Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κομψά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κομψά, επίρρ.
  • Με κομψότητα, με γλαφυρότητα:
    • το κάμωμα κομψά εδιηγήθην (Μαρκάδ. 771).

[<επίθ. κομψός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομψαίνω [kompséno] Ρ7.4α : γίνομαι κομψός ή κάνω κτ. να φαίνεται κομψό, δηλαδή λεπτό και καλοφτιαγμένο: Σε κομψαίνει πολύ αυτό το φόρεμα. || χάνω περιττό βάρος, αδυνατίζω: Πώς κόμψυνες έτσι;

[λόγ. κομψ(ός) -αίνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go