Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κομπιναδόρος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομπιναδόρος ο [kombinaδóros] Ο18 θηλ. κομπιναδόρισσα [kombinaδó risa] Ο27α : αυτός που κάνει κομπίνες.

[κομπίν(α) -αδόρος· κομπιναδόρ(ος) -ισσα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go