Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κομμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομμός ο [komós] Ο17 : στην αρχαία ελληνική τραγωδία, θρηνητικό τραγούδι που λέγεται εναλλάξ από ένα ή περισσότερα πρωταγωνιστικά πρόσωπα και από το χορό.

[λόγ. < αρχ. κομμός (αρχική σημ.: `χτύπημα του στήθους΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
κομμός ο.
  • 1) Κόψιμο:
    • Εποίησε πονηρά και κομμός εις τους βραχίονας αυτού (Σπανός D 823).
  • 2) Σφαγή:
    • εκ τον κομμόν που γίνετον αίμά ’τρεχεν ως Ρήνος (Κορων., Μπούας 107).

[νεότ. σχηματ. <κόπτω· πβ. αρχ. κομμός <κόπτω «χτυπώ». Η λ. στο Βλάχ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες