Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κομματικοποίηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κομματικοποίηση η [komatikopíisi] Ο33 : η απόλυτη και αθέμιτη επιβολή των απόψεων ενός κόμματος επάνω σε μια δραστηριότητα πολιτική, κοινωνική ή πολιτιστική: Πρέπει να αποτραπεί η ~ του εορτασμού του Πολυτεχνείου. Είναι εμφανής η ~ του κράτους.

[λόγ. κομματικ(ός) -ο- + -ποίηση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go