Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κομβίο το [komvío] Ο39 : 1. (λόγ.) το κουμπί. 2. (ιατρ.) μικρό έξαρμα στις φωνητικές χορδές.
[λόγ.: 1: ελνστ. κομβίον `αγκράφα΄, κατά τη σημ. της λ. κουμπί· 2: σημδ. γαλλ. papille]



