Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κολοκύνθη
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κολοκύνθη η· κολοκύθα.
  • Κολοκυθιά:
    • (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1172).
  • Τ. κολοκύνθα ως τοπων.:
    • (Πορτολ. Α 669).

[αρχ. ουσ. κολοκύνθη. Ο τ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
Κολοκύνθης ο.
  • Προσωποπ. του ουσ. κολοκύνθι(ο)ν:
    • (Πωρικ. I 99 κριτ. υπ).
< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go