Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κολοκυθόσπορος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολοκυθόσπορος ο [kolokiθósporos] Ο20 : ο σπόρος του κολοκυθιού, συνήθ. της μεγάλης κόκκινης κολοκύθας, από τον οποίο γίνεται ο πασατέμπος.

[κολοκύθ(ι) -ο- + σπόρος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go