Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κολλητήρι το [kolitíri] Ο44 : I. ειδικό εργαλείο το οποίο, αφού θερμανθεί, χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση μετάλλων. II. η δήθεν τυχαία και αθέλητη σωματική επαφή με άγνωστη γυναίκα, που επιχειρείται από κπ. σε μεγάλο συνωστισμό. || επίμονο και ενοχλητικό φλερτ. III. Kολλητήρι, στο θέατρο σκιών, ο γιος του Kαραγκιόζη. || (σκωπτ.) το μικροκαμωμένο συνήθ., άτακτο και φορτικό παιδί.
[κολλη- (κολλώ) -τήρι (διαφ. το ελνστ. κολλητήριον `κόλλα΄)]



