Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κολιγιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κολιγιά η [kolijá] Ο24 : (λαϊκότρ.) συνεταιρική σχέση ή επιχείρηση. (έκφρ.) δεν κάνουμε ~, δεν ταιριάζουμε.

[κολίγ(ας) (στη σημ.: `συνέταιρος΄) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go