Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοκορεύομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκορεύομαι [kokorévome] Ρ5.2β : (προφ.) υπερηφανεύομαι για κτ. με τρόπο κραυγαλέο και ανόητο: Kοκορεύεται για τα πλούτη του / για τις κατακτήσεις του.

[κόκορ(ας) -εύομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go