Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοκκινοτρίχης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκκινοτρίχης ο [kokinotríis] Ο11 : (προφ., σκωπτ.) αυτός που έχει κόκκινα μαλλιά ή και γένια.

[κοκκινο- + τρίχ(α) -ης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go