Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοκκινάδα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοκκινάδα η [kokináδa] Ο26 : η κοκκινιά.

[μσν. κοκκινάδα < κόκκιν(ος) -άδα]

[Λεξικό Κριαρά]
κοκκινάδα η.
  • Κόκκινο χρώμα, κοκκινάδα:
    • εκ τα χείλη σου δεν λείπει κοκκινάδα (Ch. pop. 556· Κορων., Μπούας 33).

[<επίθ. κόκκινος + κατάλ. άδα. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go