Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοκαλάκι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κοκαλάκι το.
  • Ζάρι, κότσι:
    • ο ζαριστής ορέγεται να κάτσει στο παιγνίδιν, τα κοκαλάκια να κυλεί (Σαχλ. Α´ PM 161· Σαχλ. N 151).

[<ουσ. κόκαλο + κατάλ. άκι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go