Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοινότης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κοινότης η· κοινότη.
  • 1) Σύνολο των πολιτών, κράτος:
    • τῃ κοινότητι των Βενετίκων (Δούκ. 24720).
  • 2) Συγκέντρωση ατόμων, ομήγυρη:
    • ήρξαντο προσφθέγγεσθαι προς την κοινότην όλην (Διήγ. παιδ. 549).

[αρχ. ουσ. κοινότης, σήμ. τητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες