Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κοινοβιακός -ή -ό [kinoviakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο κοινόβιο: Kοινοβιακό μοναστήρι. ANT ιδιόρρυθμο. Kοινοβιακή οργάνωση / ζωή.
κοινοβιακά ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. κοινοβιακός]



