Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοινοβιάτης
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κοινοβιάτης ο.
  • (Εκκλ.) μέλος κοινοβίου:
    • Περί μοναχών κοινοβιατών ότι χώρια εδικά τους τίποτες να μην κρατούν (Βακτ. αρχιερ. 166).

[<ουσ. κοινόβιον + κατάλ. ιάτης. Λ. βιώτης τον 5. αι. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go