Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοιμητηριακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιμητηριακός -ή -ό [kimitiriakós] Ε1 : κυρίως ~ ναός, ο ναός ο οποίος βρίσκεται στο χώρο του κοιμητηρίου.

[λόγ. κοιμητήρι(ον) -ακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go