Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοιμητήριον
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κοιμητήριον το· κοιμηντήριον· κοιμητήρι· κοιμητήριν.
– Βλ. και σιμιντίριν.
  • 1) Τάφος, μνήμα:
    • το κοιμητήριν του αγίου Τριφυλλίου … ανοίξαν το (Μαχ. 3414).
  • 2) Νεκροταφείο:
    • δυσμόθεν του χωριού … έστι το κοιμητήριον ανδρών τε και θηλείων (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1868).

[αρχ. ουσ. κοιμητήριον. Ο τ. ι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ιν και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go