Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοιμητήρι
4 items total [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιμητήρι το [kimitíri] Ο44 : (λαϊκότρ.) το κοιμητήριο.

[μσν. κοιμητήρι(ν) < ελνστ. κοιμητήριον (δες στο κοιμητήριο)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιμητηριακός -ή -ό [kimitiriakós] Ε1 : κυρίως ~ ναός, ο ναός ο οποίος βρίσκεται στο χώρο του κοιμητηρίου.

[λόγ. κοιμητήρι(ον) -ακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιμητήριο το [kimitírio] Ο40 : (εκκλ.) το νεκροταφείο.

[λόγ. < ελνστ. κοιμητήριον, αρχ. σημ.: `υπνοδωμάτιο΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κοιμητήριον το· κοιμηντήριον· κοιμητήρι· κοιμητήριν.
– Βλ. και σιμιντίριν.
  • 1) Τάφος, μνήμα:
    • το κοιμητήριν του αγίου Τριφυλλίου … ανοίξαν το (Μαχ. 3414).
  • 2) Νεκροταφείο:
    • δυσμόθεν του χωριού … έστι το κοιμητήριον ανδρών τε και θηλείων (Παϊσ., Ιστ. Σινά 1868).

[αρχ. ουσ. κοιμητήριον. Ο τ. ι στο Βλάχ. και σήμ. Ο τ. ιν και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. (ο)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go