Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κοιλιόδουλος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κοιλιόδουλος, επίθ.
  • Λαίμαργος:
    • να ζιούσιν οι κοιλιόδουλοι ως έναι η όρεξή των (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 323).

[<ουσ. κοιλιά + δούλος. Η λ. τον 7. αι. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κοιλιόδουλος -η -ο [kilióδulos] Ε5 : που είναι εξαιρετικά λαίμαργος, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να ικανοποιήσει τη μανία του για φαγητό. || (ως ουσ.).

[λόγ. < μσν. κοιλιόδουλος < κοιλιο- + δούλος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go