Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κοιλιάρης
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κοιλιάρης, επίθ.· ουδ. κοιλιάριν.
  • Που έχει μεγάλη κοιλιά:
    • χοντρός και κοιλιάρης (Ερμον. Δ 236).

[<ουσ. κοιλιά + κατάλ. άρης. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ποντ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες