Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλώστης
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλώστης ο [klóstis] Ο10 θηλ. κλώστρια [klóstria] Ο27 : εργάτης κλωστηρίου.

[μσν. κλώστης < κλωσ- (κλώθω) -της· λόγ. επίδρ. στο μσν. κλώστρα < κλώσ(της) -τρα]

[Λεξικό Κριαρά]
κλώστης ο.
  • Αδράχτι·
    • (εδώ προκ. για τη μοίρα):
      • ο κλώστης οπού εκλώστηκεν σε σεν πολλά ολίγον να μην την σπάσει την κλωστήν (Θησ. Ι´ [322]).

[<αόρ. του κλώθω + κατάλ. της. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες