Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλώσμα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κλώσμα το· κλώσμαν.
  • 1) Κλώσιμο· γύρισμα· (κατ’ επέκταση) μετατροπή, μεταστροφή:
    • Φοβείσθε και τα κλώσματα της ασυστάτου τύχης (Λόγ. παρηγ. O 754
    • του καιρού το κλώσμα (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 919).
  • 2) (Προκ. για ποταμό) στριφογύρισμα:
    • (Ερωτοπ. 556).
  • 3) Μέριμνα, στενοχώρια:
    • κλώσμαν αν είχε δύσκολον ο νους μου (Λίβ. N 2207).

[μτγν. ουσ. κλώσμα. Η λ. και σήμ. ποντ. και κυπρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go