Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλώσιμο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλώσιμο το [klósimo] Ο50 : (λαϊκότρ.) το γνέσιμο.

[κλωσ- (κλώθω) -ιμο]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go