Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλώσα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλώσα η [klósa] Ο25 : κότα που κλωσάει τα αυγά της ή που έχει νεοσσούς: H ~ και τα κλωσόπουλα. || (οικ.) Σαν την ~, θετικός χαρακτηρισμός για μητέρα με πολλά συνήθ. παιδιά, που σε δύσκολες ιδίως στιγμές τα προστατεύει, τα φροντίζει κτλ.: Tα ΄χει τα παιδιά της σαν την ~. || μειωτικός χαρακτηρισμός για γυναίκα ανόητη και αφελή.

[μσν. *κλώσσα (πρβ. μσν. κλωσσόπουλον) < αρχ. κλώσσ(ω) `κακαρίζω΄ (ηχομιμ.) (αναδρ. σχημ.) (ορθογρ. απλοπ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go