Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλωσόπουλο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλωσόπουλο το [klosópulo] Ο41 & κλωσοπούλι το [klosopúli] Ο44 : ο νεοσσός της κότας. κλωσοπουλάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. κλωσσόπουλον < κλώσσ(α δες στο κλώσα) -όπουλον (ορθογρ. απλοπ.)· κλώσ(α) -ο- + πουλ(ί) -ι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go