Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλω
50 items total [1 - 10]
[Λεξικό Κριαρά]
κλω,
βλ. κλείω (I).
[Λεξικό Κριαρά]
κλωβί(ν), κλωβίον το,
βλ. κλουβίον.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλωβός ο [klovós] Ο17 : ειδική περίφρακτη κατασκευή. || (ναυτ.) ~ έλικας, ο χώρος μέσα στον οποίο περιστρέφεται η έλικα του πλοίου. ~ φάρου, το ανώτατο τμήμα του, στο οποίο υπάρχουν τα φωτιστικά μηχανήματα.

[λόγ. < αρχ. κλωβός `κλουβί΄]

[Λεξικό Κριαρά]
κλωβός ο.
  • Κλουβί:
    • σιδηρούν … κλωβόν (Βίος Αλ. 4356).

[μτγν. ουσ. κλωβός. Η λ. και σήμ. λόγ.· βλ. και Andr.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλωθογυρίζω [kloθojirízo] Ρ2.1α : (οικ.) για κτ. που στριφογυρνά επίμονα στο μυαλό μου, που με απασχολεί συνεχώς, συνήθ. γιατί δεν μπορώ ή δε θέλω να δώσω λύση ή διέξοδο: Kλωθογυρίζει κτ. στο μυαλό μου, με απασχολεί επίμονα. (έκφρ.) τα ~, μιλώ με υπεκφυγές, αποφεύγω να δώ σω σαφή απάντηση.

[μσν. κλωθογυρίζω < κλώθ(ω) -ο- + γυρίζω]

[Λεξικό Κριαρά]
κλωθογυρίζω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Στριφογυρίζω, μεταστρέφω, αλλάζω:
        • το εκλωθογύρισεν (ενν. η τύχη) το πράγμα που το φέρνει (Χρον. Τόκκων 1080).
      • 2) Περικυκλώνω, περιτριγυρίζω:
        • (Μαχ. 5004
        • (μεταφ.):
          • μ’ εκλωθογυρίσασιν θλίψες πολλές και πόνοι (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 12).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) Μεταστρέφομαι, αλλάζω:
        • είδες του χρόνου το άστατον, το πώς κλωθογυρίζει (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 626).
      • 2) Τριγυρίζω, περιφέρομαι:
        • Ήλθε ως δράκος φοβερός κι εκεί κλωθογυρίζει (Αλεξ. 189).
      • 3) Ελίσσομαι, ενεργώ:
        • (Χρον. Τόκκων 3042).
  • II. (Μέσ.) στρέφομαι, περιστρέφομαι:
    • (Πουλολ. 521).

[<κλώθω + γυρίζω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλωθογύρισμα το [kloθojírizma] Ο49 : (οικ.) η ενέργεια του κλωθογυρί ζω.

[κλωθογυρισ- (κλωθογυρίζω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
κλωθογύριστος, επίθ.· κλωθογυριστός.
  • Μπερδεμένος, ασυνάρτητος:
    • να λέγουν λόγια κλωθογυριστά … ως δαιμονιζόμενοι (Πωρικ. I 158).

[<κλωθογυρίζω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλώθω [klóθo] Ρ αόρ. έκλωσα, απαρέμφ. κλώσει, μππ. κλωσμένος : (λαϊκότρ.) γνέθω: ~ το μαλλί. ΦΡ τα κλώθω (στο μυαλό μου), σκέφτομαι κτ. επίμονα, εξετάζω όλες τις δυνατές εκδοχές.

[αρχ. κλώθω]

[Λεξικό Κριαρά]
κλώθω.
  • I. Ενεργ.
    • Α´ Μτβ.
      • 1) Κλώθω· στρίβω:
        • οΐων κλώσας έντερα εποίησε τας κόρδας (Διγ. Z 1805).
      • 2) Γυρίζω, περιστρέφω, στρέφω:
        • να κλώσει (ενν. ο Χρόνος) τον τροχόν (Λόγ. παρηγ. O 458).
      • 3) Καταβροχθίζω:
        • αυτός γαρ εμβουκώνεται, κλώθει την μαγειρίαν (Προδρ. III 132-2 χφ G κριτ. υπ).
    • Β´ Αμτβ.
      • 1) Κλώθω:
        • ήκλωθε τόσα ονόστιμα κι έτσι πολλά ’πιτήδεια (Πανώρ. Β´ 97).
      • 2) Ορίζω, καθορίζω:
        • διά του πολέμου την φοράν το πώς να κλώσει η μοίρα (Λίβ. Sc. 1146).
  • II. Μέσ.
    • 1) Στρίβομαι:
      • τα της τύχης νήματα αντιστρόφως κλώθονται (Δούκ. 19321).
    • 2) Μπλέκομαι, περιπλέκομαι:
      • οι κλώνοι του είναι κόκκινοι και φιλωτά κλωσμένοι (Διγ. Esc. 1645).
    • 3) Ορίζομαι, καθορίζομαι:
      • της μοίρας μου το άστατον κατάδικά μου εκλώσθη (Λίβ. N 2211).

[αρχ. κλώθω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1] 2 3 4 5   Next >
Go to page:Go