Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλοτσηδόν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλοτσηδόν [klotsiδón] επίρρ. τροπ. : (προφ.) με τις κλοτσιές, κυρίως σε επέκταση, με τρόπο βίαιο και βάναυσο: Tον έδιωξαν ~.

[λόγ. κλότσ(ος) -ηδόν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go