Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλιτά
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κλιτά, επίρρ.
  • 1) Γερτά, σκυφτά:
    • κλιτά, όσο μου ’ναι μπορετό, σκύφτω και προσκυνώ σε (Φορτουν. Ε´ 143).
  • 2) Tαπεινά, με συντριβή:
    • κλιτά παρακαλώντας (Σουμμ., Παστ. φίδ. Α´ [1259]
    • την χώραν τως κλιτά αποχαιρετούσα (Λεηλ. Παροικ. 620).

[<επίθ. κλιτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go