Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλινοσκέπασμα το [klinosképazma] Ο49 : (λόγ.) χοντρό μάλλινο ή βαμβακερό σκέπασμα που χρησιμοποιείται στο κρεβάτι.
[λόγ. κλινο- 1 + σκέπασμα μτφρδ. γερμ. Bettdecke]



