Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλιματολογικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλιματολογικός -ή -ό [klimatolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στο κλίμα ή στην κλιματολογία: Kλιματολογικές συνθήκες / διαφορές. Kλιματολογικοί χάρτες. κλιματολογικά ΕΠIΡΡ: Οι μεσογειακές χώρες δε διαφέρουν πολύ ~.

[λόγ. < γαλλ. climatologique < climatolog(ie) = κλιματολογ(ία) -ique = -ικός, σφαλερή δημιουργία αντί κλιματικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go