Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλιβανισμός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλιβανισμός ο [klivanizmós] Ο17 : μέθοδος απολύμανσης ή αποστείρωσης σε κλίβανο.

[λόγ. κλίβαν(ος) -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go