Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κληρωτός
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κληρωτός ο [klirotós] Ο17 : αυτός που καλείται να υπηρετήσει ή που υπηρετεί κανονικά τη στρατιωτική του θητεία.

[λόγ. < αρχ. κληρωτός `ορισμένος με κλήρο΄, επειδή παλιότερα δε στρατεύονταν όλοι αλλά μόνο όσοι κληρώνονταν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go