Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κληροδόχος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κληροδόχος ο [kliroδóxos] Ο18 θηλ. κληροδόχος [kliroδóxos] Ο35 : ο αποδέκτης ενός κληροδοτήματος.

[λόγ. κληρο- 1 + -δόχος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go