Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλεψίγαμος
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
κλεψίγαμος, επίθ.
  • Μοιχός:
    • (Διγ. Gr. 1676).

[μτγν. επίθ. κλεψίγαμος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλεψίγαμος -η -ο [klepsíγamos] Ε5 : (λόγ.) 1. ο μοιχός. 2. για παιδί που γεννήθηκε από κλεψιγαμία.

[λόγ. < ελνστ. κλεψίγαμος (στη σημ. 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go