Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλεφτοκοτάς
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλεφτοκοτάς ο [kleftokotás] Ο1 : (οικ.) αυτός που κλέβει κότες και με επέκταση μειωτικά, αυτός που κλέβει ασήμαντα πράγματα.

[κλεφτο- + κότ(α) -άς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες