Combined Search
| 3 items total [1 - 3] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- κλεφτά, επίρρ.
-
- Κρυφά:
- κρουφά, κλεφτά την πάτασσε του έρωτα η οδύνη (Ερωτόκρ. Α´ 444 κριτ. υπ).
[<επίθ. κλεφτός. Η λ. και σήμ.]
- Κρυφά:
[Λεξικό Κριαρά]
- κλεφτάτα, επίρρ.· κλεπτάτα.
-
- Κρυφά:
- πορπατώ αποπίσω σου και βλέπω σε κλεφτάτα (Πανώρ. Γ´ 565· Σαχλ., Αφήγ. 90).
[<επίθ. κλεφτάτος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (Κριαρ.)]
- Κρυφά:
[Λεξικό Κριαρά]
- κλεφτάτος, επίθ.
-
- Κρυφός:
- κλεφτάτο σκιας ένα φιλί δροσάτο να σου δώσω (Πανώρ. Β´ 220).
[<επίθ. κλεφτός + κατάλ. ‑άτος. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ. (Βλαστός 23, 105, 116)]
- Κρυφός:



