Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλειτοριδικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειτοριδικός -ή -ό [klitoriδikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην κλειτορίδα: ~ οργασμός.

[λόγ. κλειτοριδ- (δες κλειτορίδα) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go