Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κλεισμός
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
κλεισμός ο.
  • Κλείσιμο:
    • (Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ´ [1213]).

[μτγν. ουσ. κλεισμός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (Χυτήρης)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go