Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλειδοθήκη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κλειδοθήκη η [kliδoθíki] Ο30 : μικρή θήκη, συνήθ. δερμάτινη, για κλειδιά· (πρβ. μπρελόκ): Στην ~ βάζει μόνο τα κλειδιά του γραφείου.

[λόγ. κλειδο- 1 + -θήκη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες