Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλαδικός -ή -ό [klaδikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον κλάδο2 ή που ανήκει σ΄ αυτόν: Kλαδική έκθεση, έκθεση προϊόντων ενός μόνο κλάδου παραγωγής. || Kλαδική οργάνωση και ως ουσ. η κλαδική, για συνδικαλιστική οργάνωση.
[λόγ. κλάδ(ος)2 -ικός\\ ]



