Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κλαδίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
κλαδίζω.
  • Bγάζω κλαδιά:
    • (Π. N. Διαθ. (Μέγ.) 246).

[<ουσ. κλαδί + κατάλ. ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες