Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κιοφτές
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κιοφτές ο [koftés] Ο13 : (λαϊκότρ.) κεφτές.

[< κεφτές με τροπή [e > o] από επίδρ. του χειλ. [f] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go