Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: κηφηναριό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κηφηναριό το [kifinarjó] Ο38 : (οικ.) για σύνολο ανθρώπων τεμπέληδων και αργόσχολων.

[κηφήν(ας) -αριό]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go